- χαμαιστρωσία
- χαμαιστρωσίᾱ , χαμαιστρωσίαa bed on the groundfem nom/voc/acc dualχαμαιστρωσίᾱ , χαμαιστρωσίαa bed on the groundfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμαιστρωσία — και χαμαιστρωτία, ἡ, Μ [χαμαίστρωτος] στρώμα που βρίσκεται καταγής … Dictionary of Greek
χαμαιστρωσίας — χαμαιστρωσίᾱς , χαμαιστρωσία a bed on the ground fem acc pl χαμαιστρωσίᾱς , χαμαιστρωσία a bed on the ground fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιστρωσίαις — χαμαιστρωσία a bed on the ground fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαίστρωτος — ον, ΜΑ στρωμένος καταγής αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαμαίστρωτος χαμαιστρωσία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + στρωτος (< στρωτός), πρβλ. δύ στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
χαμαιστρωτία — ἡ, Μ βλ. χαμαιστρωσία … Dictionary of Greek